- προόδῳ
- πρόοδος 1going beforemasc/fem/neut dat sgπρόοδος 2going onfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προόδωι — προόδῳ , πρόοδος 1 going before masc/fem/neut dat sg προόδῳ , πρόοδος 2 going on fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόοδος — Με αυτόν τον όρο χαρακτηρίζονται 3 ειδικές ακολουθίες πραγματικών ή –γενικότερα– μιγαδικών αριθμών· οι ακολουθίες αυτές φέρουν τις ονομασίες: αριθμητική π., γεωμετρική π., αρμονική π. Έστω (α): α1, α2,..., αν... μία ακολουθία μιγαδικών, γενικά,… … Dictionary of Greek